- Γέσκων
- Γέσκωνmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γέσκωνα — Γέσκων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γέσκωνι — Γέσκων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γέσκωνος — Γέσκων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГИСКОН — • Gisco, Γίσκων, Γέσκων, имя нескольких карфагенских полководцев: 1. сын Гамилькара, бежавший после неудачного сражения при Гимере в Селинунте; 2. сын Ганнона, отличился в борьбе с Тимолеонтом как полководец, 340 г. до Р … Реальный словарь классических древностей